- στρίγκλος
- στρίγκλος, ο και στρίγλος, οάνθρωπος κακόψυχος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στρίγγλος — και στρίγκλος και στρίγγλης, ο, Ν 1. άνθρωπος δύστροπος και μοχθηρός 2. άνθρωπος που στριγγλίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά από το θηλ. στρίγ(γ)λα*] … Dictionary of Greek
Κωνσταντάρας, Λάμπρος — (Αθήνα 1913 – 1985). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Φοίτησε στη σχολή του Λουί Ζουβέ στο Παρίσι, όπου πραγματοποίησε την πρώτη του εμφάνιση στο Σχολείο γυναικών του Μολιέρου (1937). Έπαιξε επίσης στις ταινίες Ευτυχισμένες μέρες, Ας… … Dictionary of Greek
ύαινα — η 1. σαρκοφάγο θηλαστικό της Αφρικής και της Ασίας, που τρέφεται κυρίως με πτώματα. 2. μτφ., άνθρωπος πολύ κακός, μοχθηρός, στρίγκλος: Είναι μια ύαινα αυτή! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)